Anonymous

πυκτεύω: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και βοιωτ. τ. πουκτεύω Α [[πύκτης]]<br /><b>1.</b> [[μάχομαι]] ή [[αγωνίζομαι]] με κάποιον με την [[πυγμή]], [[πυγμαχώ]] («πυκτεύουσι διὰ τὴν ἔριν [[ὅπου]] ἄν συμβάλωσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[πυγμάχος]] («πυκτεύειν καὶ παγκρατιάζειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χτυπώ]] κάποιον με την [[πυγμή]] («τίς εἰς σὸν κρᾱτ' ἐπύκτευσεν;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αγωνίζομαι]], [[μονομαχώ]].
|mltxt=και βοιωτ. τ. πουκτεύω Α [[πύκτης]]<br /><b>1.</b> [[μάχομαι]] ή [[αγωνίζομαι]] με κάποιον με την [[πυγμή]], [[πυγμαχώ]] («πυκτεύουσι διὰ τὴν ἔριν [[ὅπου]] ἄν συμβάλωσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[πυγμάχος]] («πυκτεύειν καὶ παγκρατιάζειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χτυπώ]] κάποιον με την [[πυγμή]] («τίς εἰς σὸν κρᾱτ' ἐπύκτευσεν;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αγωνίζομαι]], [[μονομαχώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πυκτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εξασκώ]] την [[πυγμαχία]], [[πυγμαχώ]], προπονούμαι στην [[πυγμαχία]], σε Ξεν. κ.λπ.· εἰς [[κρᾶτα]] [[πυκτεύω]], [[χτυπώ]] με [[γροθιά]] στο [[κεφάλι]], σε Ευρ.
}}
}}