Anonymous

θυμόω: Difference between revisions

From LSJ
990 bytes added ,  30 December 2018
5
(T22)
(5)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=θυμῷ: 1st aorist [[passive]] ἐθυμώθην; ([[θυμός]]); to [[cause]] [[one]] to [[become]] incensed, to [[invoke]] to [[anger]]; [[passive]] (the Sept. [[often]] for חָרָה) to be [[wroth]]: [[Aeschylus]]), [[Herodotus]] [[down]].)  
|txtha=θυμῷ: 1st aorist [[passive]] ἐθυμώθην; ([[θυμός]]); to [[cause]] [[one]] to [[become]] incensed, to [[invoke]] to [[anger]]; [[passive]] (the Sept. [[often]] for חָרָה) to be [[wroth]]: [[Aeschylus]]), [[Herodotus]] [[down]].)  
}}
{{lsm
|lsmtext='''θῡμόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[θυμός]]), [[θυμώνω]]· Μέσ. και Παθ., μέλ. <i>-ώσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐθυμωσάμην</i> και <i>ἐθυμώθην</i>, απαρ. παρακ. <i>τεθυμῶσθαι</i>· είμαι οργισμένος ή θυμωμένος, απολ., σε Ηρόδ., Τραγ.· λέγεται για ζώα, είμαι [[άγριος]], [[ατίθασος]], σε Σοφ.· θυμοῦσθαι εἰς [[κέρας]], εξωτερικεύοντας την [[οργή]] μέσα από τα βούκινα, του Βιργιλίου iracci in cornua, σε Ευρ.· <i>τὸ θυμούμενον</i>, το [[πάθος]], σε Θουκ.· <i>θυμοῦσθαί τινι</i>, είμαι θυμωμένος με κάποιον, σε Αισχύλ., κ.λπ.· <i>εἴς τινα</i>, σε Ηρόδ.· με δοτ. πράγμ., είμαι θυμωμένος με [[κάτι]], σε Αριστοφ.
}}
}}