Anonymous

βιοστερής: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βιοστερής]], -ές (Α)<br />αυτός που δεν έχει πόρους ζωής, ο στερημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βίος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στερής</i> «[[στέρομαι]] «στερούμαι»].
|mltxt=[[βιοστερής]], -ές (Α)<br />αυτός που δεν έχει πόρους ζωής, ο στερημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βίος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στερής</i> «[[στέρομαι]] «στερούμαι»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βιοστερής:''' -ές ([[στερέω]]), αυτός που στερείται τα μέσα της ζωής, σε Σοφ.
}}
}}