Anonymous

ἀσπάλαθος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ασπαλαθρός, ο και ασπάλαθο και [[σπάλαθο]] και σφάλαχτρο, το (AM [[ἀσπάλαθος]], Α και [[ἀσφάλαθος]])<br /><b>1.</b> ο [[αγκαθωτός]] [[θάμνος]] [[καλυκοτόμη]] η τριχωτή, που τον χρησιμοποιούν σε φράχτες<br />στην [[αρχαιότητα]] χρησίμευε ως όργανο βασανισμού («εἷλκον παρὰ τὴν ὁδὸν ἐκτὸς ἐπ' ἀσπαλάθων κνάπτοντες «, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[ράμνος]] η [[ελαιοειδής]], μαύρη ασπαλάθρα<br />από τη [[φλούδα]] της ρίζας έβγαζαν αρωματικό [[λάδι]] στην [[αρχαιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ., η οποία έχει [[επίθημα]] -<i>θος</i>, συχνό σε ονόματα [[φυτών]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άρκευθος]]). Η [[υπόθεση]] ότι ο τ. συνδέεται [[προς]] τα [[σπαλύσσεται]] «σπαράσσεται, ταράσσεται» (<b>Ησύχ.</b>), και <i>σφαλάσσειν</i> «τέμνειν, κεντείν» (<b>Ησύχ.</b>), και ότι ανάγεται στην ινδοευρ. [[ρίζα]] <i>sp</i>(<i>h</i>)<i>el</i>- «[[σχίζω]], [[ανοίγω]]» δεν [[είναι]] ικανοποιητική].
|mltxt=και ασπαλαθρός, ο και ασπάλαθο και [[σπάλαθο]] και σφάλαχτρο, το (AM [[ἀσπάλαθος]], Α και [[ἀσφάλαθος]])<br /><b>1.</b> ο [[αγκαθωτός]] [[θάμνος]] [[καλυκοτόμη]] η τριχωτή, που τον χρησιμοποιούν σε φράχτες<br />στην [[αρχαιότητα]] χρησίμευε ως όργανο βασανισμού («εἷλκον παρὰ τὴν ὁδὸν ἐκτὸς ἐπ' ἀσπαλάθων κνάπτοντες «, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[ράμνος]] η [[ελαιοειδής]], μαύρη ασπαλάθρα<br />από τη [[φλούδα]] της ρίζας έβγαζαν αρωματικό [[λάδι]] στην [[αρχαιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ., η οποία έχει [[επίθημα]] -<i>θος</i>, συχνό σε ονόματα [[φυτών]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άρκευθος]]). Η [[υπόθεση]] ότι ο τ. συνδέεται [[προς]] τα [[σπαλύσσεται]] «σπαράσσεται, ταράσσεται» (<b>Ησύχ.</b>), και <i>σφαλάσσειν</i> «τέμνειν, κεντείν» (<b>Ησύχ.</b>), και ότι ανάγεται στην ινδοευρ. [[ρίζα]] <i>sp</i>(<i>h</i>)<i>el</i>- «[[σχίζω]], [[ανοίγω]]» δεν [[είναι]] ικανοποιητική].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσπάλᾰθος:''' ὁ ή ἡ, [[ασπάλαθος]], αγκαθωτό χαμόδεντρο, που παράγει ευωδιαστό [[λάδι]], σε Θέογν.· και ως είδος βασανιστηρίου, σε Πλάτ. (άγν. προέλ.).
}}
}}