Anonymous

ἔκθεσμος: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκθεσμος]], -ον)<br />αυτός που γίνεται με [[παράβαση]] τών θεσμών, [[παράνομος]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[άδικος]], [[άνομος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τερατώδης]], [[φρικτός]] («ἔκθεσμον [[ὄναρ]]»).
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκθεσμος]], -ον)<br />αυτός που γίνεται με [[παράβαση]] τών θεσμών, [[παράνομος]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[άδικος]], [[άνομος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τερατώδης]], [[φρικτός]] («ἔκθεσμον [[ὄναρ]]»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔκθεσμος:''' -ον, ὁ, ο [[εκτός]] νόμου, [[παράνομος]]· [[φρικτός]], σε Πλούτ.
}}
}}