Anonymous

κινύρομαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κινύρομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θρηνώ]], [[οδύρομαι]]<br /><b>2.</b> [[θρηνώ]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[κινυρός]].
|mltxt=[[κινύρομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θρηνώ]], [[οδύρομαι]]<br /><b>2.</b> [[θρηνώ]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[κινυρός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῐνύρομαι:''' [ῡ], αποθ., μόνο στον ενεστ. και παρατ.· [[βγάζω]] θρηνώδη [[φωνή]], [[οδύρομαι]], σε Αριστοφ.· με σύστ. αντ., <i>χαλινοὶ κινύρονται φόνον</i>, τα χαλινάρια κουδουνίζουν ή συγκρούονται σημαίνοντας φόνο, σε Αισχύλ.
}}
}}