Anonymous

κνεφαῖος: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=κνεφαῑος, -αία, -ον (Α) [[κνέφας]]<br /><b>1.</b> [[σκοτεινός]], [[μαύρος]] («κνεφαῑα τ' ἀμφὶ Ταρτάρου [[βάθη]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] στο [[σκοτάδι]] τη [[νύχτα]] ή ο πολύ [[πρωινός]] (α. «κνεφαῑος ἐλθών», Ιππών.<br />β. «ὁ δ' ἀνεφάνη κνεφαῑος ἐπὶ τῇ κιγκλίδι», <b>Αριστοφ.</b>). Επιρρ. <i>κνεφαίως</i> (Α)<br />την ώρα που έχει [[σκοτάδι]].
|mltxt=κνεφαῑος, -αία, -ον (Α) [[κνέφας]]<br /><b>1.</b> [[σκοτεινός]], [[μαύρος]] («κνεφαῑα τ' ἀμφὶ Ταρτάρου [[βάθη]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] στο [[σκοτάδι]] τη [[νύχτα]] ή ο πολύ [[πρωινός]] (α. «κνεφαῑος ἐλθών», Ιππών.<br />β. «ὁ δ' ἀνεφάνη κνεφαῑος ἐπὶ τῇ κιγκλίδι», <b>Αριστοφ.</b>). Επιρρ. <i>κνεφαίως</i> (Α)<br />την ώρα που έχει [[σκοτάδι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κνεφαῖος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[κνέφας]]),<br /><b class="num">1.</b> [[σκοτεινός]], [[σκιερός]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> στο [[σκοτάδι]], [[νωρίς]] το [[πρωί]], σε Αριστοφ.
}}
}}