3,274,216
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσγοήτευτος]], -ον (Α)<br />αυτός που παρασύρεται δύσκολα από γοητείες. | |mltxt=[[δυσγοήτευτος]], -ον (Α)<br />αυτός που παρασύρεται δύσκολα από γοητείες. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσγοήτευτος:''' -ον ([[γοητεύω]]), αυτός που δύσκολα γοητεύεται, αυτός που δεν ξεγελιέται εύκολα, από [[μαγεία]], αυτός που δεν υπόκειται σε [[γοητεία]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |