Anonymous

θρύμμα: Difference between revisions

From LSJ
5
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[θρύμμα]]) [[θρύπτω]]<br />[[σύντριμμα]], [[θραύσμα]], [[θρύψαλο]], [[κομμάτι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ψίχουλο]], [[κομμάτι]] ψωμιού ή άλλου φαγώσιμου.
|mltxt=το (ΑΜ [[θρύμμα]]) [[θρύπτω]]<br />[[σύντριμμα]], [[θραύσμα]], [[θρύψαλο]], [[κομμάτι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ψίχουλο]], [[κομμάτι]] ψωμιού ή άλλου φαγώσιμου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''θρύμμα:''' -ατος, τό ([[θρύπτω]]), αυτό το οποίο [[σπάζει]], [[συντρίμμι]], [[κομμάτι]], σε Αριστοφ., Ανθ. Π.
}}
}}