Anonymous

κατακωλύω: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατακωλύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εμποδίζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] («δειπνεῑν κατακωλύεις [[πάλαι]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σταματώ]] («ἵνα μὴ κατακωλύοιμι τοὺς πρέσβεις», <b>Δημοσθ.</b>).
|mltxt=[[κατακωλύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εμποδίζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] («δειπνεῑν κατακωλύεις [[πάλαι]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σταματώ]] («ἵνα μὴ κατακωλύοιμι τοὺς πρέσβεις», <b>Δημοσθ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατακωλύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], [[εμποδίζω]] από το να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]], σε Αριστοφ.· [[αναχαιτίζω]], [[κρατώ]] [[πίσω]], σε Ξεν. — Παθ., με γεν. πράγμ., <i>κατεκωλύθη τοῦ πλοῦ</i>, σε Δημ.
}}
}}