Anonymous

ἀραρίσκω: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀραρίσκω]] (Α)<br />Ι. 1. [[συνδέω]], [[ταιριάζω]] [[μαζί]]<br /><b>2.</b> [[συναρμολογώ]], [[κατασκευάζω]]<br /><b>3.</b> [[εξαρτύω]], [[εξοπλίζω]], [[εφοδιάζω]]<br /><b>4.</b> [[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]]<br /><b>5.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] σύμφωνα με την [[προτίμηση]] κάποιου<br /><b>6.</b> [[είμαι]] [[αρμόδιος]], [[κατάλληλος]], [[έτοιμος]], [[ευχάριστος]]<br />II. <b>(μτχ.)</b> <i>ἀρηρώς</i> κ. <i>ἀραρώς</i>, -<i>υῑα</i>, -<i>ός</i><br /><b>1.</b> [[πυκνός]] στη [[διάταξη]], [[στερεά]] [[συγκροτημένος]]<br /><b>2.</b> εφοδιασμένος, στολισμένος<br /><b>3.</b> προσαρμοσμένος, [[ταιριαστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ενεστ. [[αραρίσκω]] [[είναι]] [[νεώτερος]] [[σχηματισμός]] από τον β' αόριστο <i>ήραρον</i> (απρμφ. <i>αραρείν</i>) και το [[επίθημα]] -[[ίσκω]]. Ο [[αόριστος]] αυτός, [[καθώς]] και ο αρχ. πρκμ. [[ἄραρα]], προήλθε από αναδιπλασιασμό της ρίζας <i>αρ</i> - «[[συνάπτω]], [[ταιριάζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρμ. αόρ. <i>arari</i> «έκανα»), η οποία απαντά [[επιπλέον]] σε μια [[σειρά]] λέξεων διαφόρων γλωσσών (<b>[[πρβλ]].</b> αβεστ. <i>ar</i><i>ā</i><i>nte</i> «εγκαθίσταμαι», αβεστ. <i>ar</i><i>ә</i><i>m</i> «προσαρμοσμένος»). Ο ενεστ. [[αραρίσκω]] [[είναι]] [[συνήθης]] αποκλειστικά στην [[ποίηση]], ήδη στην [[Ιλιάδα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[άρθρο]], [[άρμα]], [[αρμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αραρότως]], [[αρθμός]], [[άρμα]] (Ι), [[αρμή]]].
|mltxt=[[ἀραρίσκω]] (Α)<br />Ι. 1. [[συνδέω]], [[ταιριάζω]] [[μαζί]]<br /><b>2.</b> [[συναρμολογώ]], [[κατασκευάζω]]<br /><b>3.</b> [[εξαρτύω]], [[εξοπλίζω]], [[εφοδιάζω]]<br /><b>4.</b> [[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]]<br /><b>5.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] σύμφωνα με την [[προτίμηση]] κάποιου<br /><b>6.</b> [[είμαι]] [[αρμόδιος]], [[κατάλληλος]], [[έτοιμος]], [[ευχάριστος]]<br />II. <b>(μτχ.)</b> <i>ἀρηρώς</i> κ. <i>ἀραρώς</i>, -<i>υῑα</i>, -<i>ός</i><br /><b>1.</b> [[πυκνός]] στη [[διάταξη]], [[στερεά]] [[συγκροτημένος]]<br /><b>2.</b> εφοδιασμένος, στολισμένος<br /><b>3.</b> προσαρμοσμένος, [[ταιριαστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ενεστ. [[αραρίσκω]] [[είναι]] [[νεώτερος]] [[σχηματισμός]] από τον β' αόριστο <i>ήραρον</i> (απρμφ. <i>αραρείν</i>) και το [[επίθημα]] -[[ίσκω]]. Ο [[αόριστος]] αυτός, [[καθώς]] και ο αρχ. πρκμ. [[ἄραρα]], προήλθε από αναδιπλασιασμό της ρίζας <i>αρ</i> - «[[συνάπτω]], [[ταιριάζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρμ. αόρ. <i>arari</i> «έκανα»), η οποία απαντά [[επιπλέον]] σε μια [[σειρά]] λέξεων διαφόρων γλωσσών (<b>[[πρβλ]].</b> αβεστ. <i>ar</i><i>ā</i><i>nte</i> «εγκαθίσταμαι», αβεστ. <i>ar</i><i>ә</i><i>m</i> «προσαρμοσμένος»). Ο ενεστ. [[αραρίσκω]] [[είναι]] [[συνήθης]] αποκλειστικά στην [[ποίηση]], ήδη στην [[Ιλιάδα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[άρθρο]], [[άρμα]], [[αρμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αραρότως]], [[αρθμός]], [[άρμα]] (Ι), [[αρμή]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρᾰρίσκω:''' (αναδιπλ. [[τύπος]] του <i>*ἄρω</i>), παρατ. <i>ἀράρισκον</i>· οι υπόλοιποι χρόνοι σχημ. από το <i>*ἄρω</i>, δηλ·<br /><b class="num">Α.</b> μτβ. αόρ. [[ἦρσα]], Επικ. <i>ἄρσα</i>, αόρ. βʹ <i>ἤρᾰρον</i>, Ιων. <i>ἄρᾰρον</i>, απαρ. <i>ἀραρεῖν</i>, μτχ. <i>ἀρᾰρών</i> — Παθ. αόρ. αʹ [[ἤρθην]], Επικ. γʹ πληθ. [[ἄρθεν]]·<br /><b class="num">I.</b> [[ενώνω]], [[συνάπτω]], [[συνενώνω]], [[τοποθετώ]] [[κάτι]] δίπλα σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[συμπυκνώνω]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἄγγεσιν [[ἄρσον]] ἅπαντα, να τοποθετήσεις [[καλά]] τα πάντα μέσα στα αγγεία, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[συναρμόζω]], [[αρμολογώ]], [[χτίζω]]· <i>τοῖχον ἀραρεῖν λίθοισιν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρασκευάζω]], [[προετοιμάζω]], [[επινοώ]]· <i>μνηστῆρσιν θάνατον ἀραρόντες</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[εφοδιάζω]], [[παρέχω]], [[εξοπλίζω]], [[προμηθεύω]] [[κάτι]]· [[νῆας]] [[ἄρσας]] ἐρέτῃσιν, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> κάνω [[κάτι]] ώστε να ευχαριστήσω κάποιον, [[ικανοποιώ]], [[χαροποιώ]], [[ευνοώ]], σε Πίνδ., Σοφ.<br /><b class="num">IV.</b>κάνω [[κάτι]] ώστε να ταιριάζει με τις προτιμήσεις κάποιου, να συμφωνεί με ό,τι τον ευχαριστεί, σε Ομήρ. Ιλ. <b>Β.</b> αμτβ., παρακ. <i>ἄρᾱρα</i> με [[σημασία]] ενεστ., Ιων. [[ἄρηρα]], Επικ. μτχ. <i>ἀρηρώς</i>, με θηλ. <i>ἀρηρυῖα</i> και ([[χάριν]] του μέτρου) <i>ἀρᾰρυῖα</i>· Επικ. υπερσ. [[ἀρήρειν]], [[ἠρήρειν]], με [[σημασία]] παρατ.· από Παθ. τύπους συναντάμε μόνο τη μτχ. Επικ. αορ. βʹ [[ἄρμενος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> συνάπτομαι [[στενά]] με, συμπυκνώνομαι, συσκευάζομαι, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι δεσμευμένος, λέγεται για όρκους και την [[πίστη]], σε Τραγ.· απόλ., [[ἄραρε]], στερεώθηκε, συναρμόστηκε, προσαρμόστηκε, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αρμόζομαι ή προσαρμόζομαι [[καλά]] ή στέρεα, σε Όμηρ.· [[αρμόζω]] ή προσαρμόζομαι σε [[κάτι]], με δοτ., στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> είμαι εξοπλισμένος, [[προικισμένος]], εφοδιασμένος με [[κάτι]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· κάλλει [[ἀραρώς]], [[προικισμένος]] με [[φυσική]] [[καλλονή]], σε Ευρ.<br /><b class="num">IV.</b> είμαι [[αρμόδιος]], [[κατάλληλος]] ή [[ταιριαστός]], [[σύμφωνος]] με ή [[ευχάριστος]] σε, όπως το [[ἀρέσκω]], σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· ομοίως και η Επικ. μτχ. Παθ. αορ. βʹ [[ἄρμενος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που αρμόζει, [[αρμόδιος]], [[πρέπων]], [[κατάλληλος]] για, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., [[αρμόδιος]], [[συμβατός]], [[κατάλληλος]], Λατ. [[habilis]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> προετοιμασμένος, προπαρασκευασμένος, [[έτοιμος]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">3.</b> [[αποδεκτός]], [[ευπρόσδεκτος]]· [[ἄρμενα]] πράξαις = εὖ πράξας, σε Πίνδ.
}}
}}