Anonymous

δυσαπόδεικτος: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσαπόδεικτος]], -ον)<br />αυτός που με [[δυσκολία]] αποδεικνύεται.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσαπόδεικτος]], -ον)<br />αυτός που με [[δυσκολία]] αποδεικνύεται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσαπόδεικτος:''' -ον ([[ἀποδείκνυμι]]), αυτός που δύσκολα αποδεικνύεται, σε Πλάτ.
}}
}}