Anonymous

νομιστέος: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[νομίζω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[νομίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νομιστέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[νομίζω]], αυτός που πρέπει να ληφθεί υπόψιν, σε Πλάτ.
}}
}}