Anonymous

θυσανωτός: Difference between revisions

From LSJ
5
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θυσανωτός]], -ή, -όν) [[θύσανος]]<br />αυτός που έχει θυσάνους, όμοιος με θύσανο, [[κροσσωτός]], [[φουντωτός]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θυσανωτός]], -ή, -όν) [[θύσανος]]<br />αυτός που έχει θυσάνους, όμοιος με θύσανο, [[κροσσωτός]], [[φουντωτός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θῠσᾰνωτός:''' -ή, -όν (όπως από το <i>θυσανόω</i>), = [[θυσανόεις]], σε Ηρόδ.
}}
}}