Anonymous

διαβλέπω: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διαβλέπω]])<br /><b>1.</b> [[βλέπω]] διά μέσου άλλου<br /><b>2.</b> [[συμπεραίνω]] [[μετά]] από οξυδερκή και προσεκτική [[παρατήρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βλέπω]] [[κάτι]] από εποπτική θέα με [[μεγάλη]] [[προσοχή]]<br /><b>2.</b> [[βλέπω]] με [[σαφήνεια]], με [[διαύγεια]], [[καθαρά]]<br /><b>3.</b> [[προσβλέπω]], [[κοιτάζω]].
|mltxt=(AM [[διαβλέπω]])<br /><b>1.</b> [[βλέπω]] διά μέσου άλλου<br /><b>2.</b> [[συμπεραίνω]] [[μετά]] από οξυδερκή και προσεκτική [[παρατήρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βλέπω]] [[κάτι]] από εποπτική θέα με [[μεγάλη]] [[προσοχή]]<br /><b>2.</b> [[βλέπω]] με [[σαφήνεια]], με [[διαύγεια]], [[καθαρά]]<br /><b>3.</b> [[προσβλέπω]], [[κοιτάζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαβλέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[βλέπω]] με οξύ [[βλέμμα]], σε Πλάτ.
}}
}}