Anonymous

θάομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θάομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> εκπλήσσομαι, [[απορώ]]<br /><b>2.</b> [[ατενίζω]], [[βλέπω]] με [[προσοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άχρηστος ενεστ. με τον οποίο ερμηνεύονται ορισμένοι δωρ. τ. του [[θαέομαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θάμεθα</i>, <i>θάσθε</i>, προστ. [[θάεο]] <b>κ.λπ.</b>), στους οποίους το <i>θα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>θᾱε</i>(<i>ο</i>) και <i>θᾱη</i>- με [[συναίρεση]]].
|mltxt=[[θάομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> εκπλήσσομαι, [[απορώ]]<br /><b>2.</b> [[ατενίζω]], [[βλέπω]] με [[προσοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άχρηστος ενεστ. με τον οποίο ερμηνεύονται ορισμένοι δωρ. τ. του [[θαέομαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θάμεθα</i>, <i>θάσθε</i>, προστ. [[θάεο]] <b>κ.λπ.</b>), στους οποίους το <i>θα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>θᾱε</i>(<i>ο</i>) και <i>θᾱη</i>- με [[συναίρεση]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θάομαι:''' αόρ. αʹ <i>ἐθησάμην</i>· αποθ.·<br /><b class="num">1.</b> [[θαυμάζω]], εκπλήσσομαι, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[έπειτα]], κοιτώ, [[ατενίζω]]· βʹ πληθ. <i>θᾶσθε</i>, σε Αριστοφ.· προστ. [[θάεο]], σε Ανθ. Π.· Δωρ. μτχ. μέλ. <i>θασόμενος</i>, σε Θεόκρ.· προστ. αορ. αʹ [[θᾶσαι]], σε Αριστοφ.· απαρ. <i>θάσασθαι</i>, σε Θεόκρ.
}}
}}