Anonymous

μεμάποιεν: Difference between revisions

From LSJ
5
(6_14)
(5)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεμάποιεν''': μέμαρπον, μεμαρπώς, ἴδε ἐν λέξ. [[μάρπτω]].
|lstext='''μεμάποιεν''': μέμαρπον, μεμαρπώς, ἴδε ἐν λέξ. [[μάρπτω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεμάποιεν:''' [ᾰ], Επικ. γʹ πληθ. ευκτ. παρακ. του [[μάρπτω]].
}}
}}