Anonymous

ἀπαραμύθητος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπαραμύθητος]], -ον (AM) [[παραμυθούμαι]]<br />ο [[απαρηγόρητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αδυσώπητος]]<br /><b>2.</b> ο [[αδιόρθωτος]]<br /><b>3.</b> ο [[αστήριχτος]], ο [[αθεμελίωτος]]<br /><b>4.</b> ο [[ανικανοποίητος]], ο [[αχόρταγος]].
|mltxt=[[ἀπαραμύθητος]], -ον (AM) [[παραμυθούμαι]]<br />ο [[απαρηγόρητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αδυσώπητος]]<br /><b>2.</b> ο [[αδιόρθωτος]]<br /><b>3.</b> ο [[αστήριχτος]], ο [[αθεμελίωτος]]<br /><b>4.</b> ο [[ανικανοποίητος]], ο [[αχόρταγος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαραμύθητος:''' [ῦ], -ον ([[παραμυθέομαι]]), αυτός που δεν μπορεί να πεισθεί ή να δεχθεί ικεσίες· λέγεται για δυσχερείς καταστάσεις, [[απαρηγόρητος]], [[ἀθυμία]], σε Πλούτ.
}}
}}