3,270,341
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπαραμύθητος]], -ον (AM) [[παραμυθούμαι]]<br />ο [[απαρηγόρητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αδυσώπητος]]<br /><b>2.</b> ο [[αδιόρθωτος]]<br /><b>3.</b> ο [[αστήριχτος]], ο [[αθεμελίωτος]]<br /><b>4.</b> ο [[ανικανοποίητος]], ο [[αχόρταγος]]. | |mltxt=[[ἀπαραμύθητος]], -ον (AM) [[παραμυθούμαι]]<br />ο [[απαρηγόρητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αδυσώπητος]]<br /><b>2.</b> ο [[αδιόρθωτος]]<br /><b>3.</b> ο [[αστήριχτος]], ο [[αθεμελίωτος]]<br /><b>4.</b> ο [[ανικανοποίητος]], ο [[αχόρταγος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπαραμύθητος:''' [ῦ], -ον ([[παραμυθέομαι]]), αυτός που δεν μπορεί να πεισθεί ή να δεχθεί ικεσίες· λέγεται για δυσχερείς καταστάσεις, [[απαρηγόρητος]], [[ἀθυμία]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |