Anonymous

δραστικός: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δραστικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που φέρνει [[αποτέλεσμα]] με τη [[δράση]] του, [[αποτελεσματικός]] («δραστικά [[μέτρα]]»)<br /><b>2.</b> (για [[φάρμακο]]) δυνατό, ισχυρό («δραστικό [[φάρμακο]]»)<br /><b>3.</b> [[δραστήριος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]]<br /><b>2.</b> αυτός που παράγει [[κάτι]], που [[είναι]] η [[αιτία]] για [[κάτι]], η [[δημιουργός]] [[αιτία]] («πονηρὸς δὲ ὁ [[δραστικός]] κακοῡ»)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) α) [[ενεργητικός]]<br />β) [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] για [[δράση]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δραστικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που φέρνει [[αποτέλεσμα]] με τη [[δράση]] του, [[αποτελεσματικός]] («δραστικά [[μέτρα]]»)<br /><b>2.</b> (για [[φάρμακο]]) δυνατό, ισχυρό («δραστικό [[φάρμακο]]»)<br /><b>3.</b> [[δραστήριος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]]<br /><b>2.</b> αυτός που παράγει [[κάτι]], που [[είναι]] η [[αιτία]] για [[κάτι]], η [[δημιουργός]] [[αιτία]] («πονηρὸς δὲ ὁ [[δραστικός]] κακοῡ»)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) α) [[ενεργητικός]]<br />β) [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] για [[δράση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δραστικός:''' -ή, -όν, = [[δραστήριος]], σε Πλάτ.
}}
}}