Anonymous

κατανέμω: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κατανέμω]])<br /><b>1.</b> [[διαιρώ]] [[κάτι]] σε μέρη ή ομάδες («[[δέκα]] δὲ καὶ τοὺς δήμους κατένειμε ἐς τὰς φυλάς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διανέμω]], [[διαμοιράζω]] (α. «κατένειμε τήν [[περιουσία]] του στα [[παιδιά]] του» β. «κατανεῑμαι δὲ τὴν χώρην Αἰιγυπτίοισι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βόσκω]] («ἐστὶν τὰ πρόβατα τὰ κατανενεμηκότα τὰ ἐκεῑ», πάπ.)<br /><b>2.</b> (για ποιμένα) [[βγάζω]] τα πρόβατα για [[βοσκή]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατανέμομαι</i><br />α) [[καταλαμβάνω]] [[τόπο]] για βοσκοτόπι<br />β) [[παίρνω]] [[μερίδιο]] με άλλους, μοιράζομαι («τά τε μακρὰ τείχη ᾤκησαν κατανειμάμενοι», <b>Θουκ.</b>)<br />γ) [[λυμαίνομαι]], [[καταστρέφω]], [[λεηλατώ]] («ἡ [[λοιμώδης]] ἐνέπεσε φθορὰ καὶ κατενεμήθη τὴν ἀκμάζουσαν ἡλικίαν», <b>Πλούτ.</b>)<br />δ) (για τη [[φωτιά]]) εξαπλώνομαι καταστρέφοντας («τὸ πῡρ ἐνέβαλλον, κατανεμηθὲν εἰς τὰς πρώτας σκηνὰς [[εὐθέως]]», <b>Πολ.</b>)<br />ε) (για το διαβρωτικό [[έλκος]]) επεκτείνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[νέμω]] «[[διαμοιράζω]]» [[αλλά]] και «[[βόσκω]]»].
|mltxt=(AM [[κατανέμω]])<br /><b>1.</b> [[διαιρώ]] [[κάτι]] σε μέρη ή ομάδες («[[δέκα]] δὲ καὶ τοὺς δήμους κατένειμε ἐς τὰς φυλάς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διανέμω]], [[διαμοιράζω]] (α. «κατένειμε τήν [[περιουσία]] του στα [[παιδιά]] του» β. «κατανεῑμαι δὲ τὴν χώρην Αἰιγυπτίοισι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βόσκω]] («ἐστὶν τὰ πρόβατα τὰ κατανενεμηκότα τὰ ἐκεῑ», πάπ.)<br /><b>2.</b> (για ποιμένα) [[βγάζω]] τα πρόβατα για [[βοσκή]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατανέμομαι</i><br />α) [[καταλαμβάνω]] [[τόπο]] για βοσκοτόπι<br />β) [[παίρνω]] [[μερίδιο]] με άλλους, μοιράζομαι («τά τε μακρὰ τείχη ᾤκησαν κατανειμάμενοι», <b>Θουκ.</b>)<br />γ) [[λυμαίνομαι]], [[καταστρέφω]], [[λεηλατώ]] («ἡ [[λοιμώδης]] ἐνέπεσε φθορὰ καὶ κατενεμήθη τὴν ἀκμάζουσαν ἡλικίαν», <b>Πλούτ.</b>)<br />δ) (για τη [[φωτιά]]) εξαπλώνομαι καταστρέφοντας («τὸ πῡρ ἐνέβαλλον, κατανεμηθὲν εἰς τὰς πρώτας σκηνὰς [[εὐθέως]]», <b>Πολ.</b>)<br />ε) (για το διαβρωτικό [[έλκος]]) επεκτείνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[νέμω]] «[[διαμοιράζω]]» [[αλλά]] και «[[βόσκω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατανέμω:''' μέλ. <i>-νεμῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[διανέμω]], [[μοιράζω]], [[κατανέμω]], [[χωρίζω]], [[ταξινομώ]], [[διαιρώ]] σε ξεχωριστά σώματα, σε Ξεν.· λέγεται για ένα μόνο [[πρόσωπο]], <i>κ. τινὰ εἰς τὴν τάξιν</i>, τον [[διορίζω]] στην [[θέση]] του, σε Αισχίν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ. ή Παθ., μοιράζομαι μαζί με άλλους, σε Θουκ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταλαμβάνω]] με το [[κοπάδι]] μου, [[οδηγώ]] το [[κοπάδι]] στην [[βοσκή]], Λατ. depasci, σε Ισοκρ.· μεταφ., [[λεηλατώ]], σε Βάβρ.
}}
}}