Anonymous

ψάμαθος: Difference between revisions

From LSJ
6
(47c)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> η [[άμμος]] της παραλίας<br /><b>2.</b> η [[άμμος]] ποταμού<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ψάμαθοι</i><br />α) [[σωρός]] άμμου<br />β) κόκκοι άμμου<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ὅσα ψάμαθός τε [[κόνις]] τε» — αμέτρητα σαν την άμμο της θάλασσας (<b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από τον τ. [[ψάμμος]] «[[άμμος]]», αναλογικά [[προς]] τη λ. [[ἄμαθος]] «[[άμμος]]»].
|mltxt=ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> η [[άμμος]] της παραλίας<br /><b>2.</b> η [[άμμος]] ποταμού<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ψάμαθοι</i><br />α) [[σωρός]] άμμου<br />β) κόκκοι άμμου<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ὅσα ψάμαθός τε [[κόνις]] τε» — αμέτρητα σαν την άμμο της θάλασσας (<b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από τον τ. [[ψάμμος]] «[[άμμος]]», αναλογικά [[προς]] τη λ. [[ἄμαθος]] «[[άμμος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψάμᾰθος:''' [ψᾰ], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> ποιητ. [[μορφή]] του [[ψάμμος]], [[άμμος]], [[άμμος]] θάλασσας, σε Όμηρ., Σοφ. κ.λπ.· στον πληθ., [[νῆα]] ἐπὶ ψαμάθοις, πάνω στην άμμο, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> παροιμ., λέγεται για [[πλήθος]] που δεν μπορεί να μετρηθεί, ὅσα ψάμαθός τε [[κόνις]] τε, σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., κόκκοι άμμου, στο ίδ.
}}
}}