Anonymous

μυλικός: Difference between revisions

From LSJ
5
(26)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυλικός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[μύλη]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μύλο («μυλικὸς [[λίθος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μυλόδοντες, στους τραπεζίτες<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ μυλική</i><br />(ενν. [[ἔμπλαστρος]]) [[φάρμακο]] για τον πονόδοντο.
|mltxt=[[μυλικός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[μύλη]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μύλο («μυλικὸς [[λίθος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μυλόδοντες, στους τραπεζίτες<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ μυλική</i><br />(ενν. [[ἔμπλαστρος]]) [[φάρμακο]] για τον πονόδοντο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῠλικός:''' -ή, -όν ([[μύλη]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε μύλο, [[λίθος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}