3,276,932
edits
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀχαράκωτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον έχει χαρακώσει [[κανείς]], που δεν τον έχει χαράξει με χάρακα<br /><b>2.</b> (για [[αμπέλι]]) εκείνο στο οποίο δεν έχουν κάνει [[χαράκωμα]], δεν έχουν χαρακώσει το [[στέλεχος]], το [[κούρβουλο]] (για να κάνει μεγάλες ρόγες)<br /><b>3.</b> ο [[αχάρακτος]], όποιος δεν έχει χαραχτεί με αιχμηρό [[εργαλείο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> άφραχτος, [[ανοχύρωτος]]<br /><b>2.</b> [[χωρίς]] φίλους, [[απροστάτευτος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀχαράκωτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον έχει χαρακώσει [[κανείς]], που δεν τον έχει χαράξει με χάρακα<br /><b>2.</b> (για [[αμπέλι]]) εκείνο στο οποίο δεν έχουν κάνει [[χαράκωμα]], δεν έχουν χαρακώσει το [[στέλεχος]], το [[κούρβουλο]] (για να κάνει μεγάλες ρόγες)<br /><b>3.</b> ο [[αχάρακτος]], όποιος δεν έχει χαραχτεί με αιχμηρό [[εργαλείο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> άφραχτος, [[ανοχύρωτος]]<br /><b>2.</b> [[χωρίς]] φίλους, [[απροστάτευτος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀχᾰράκωτος:''' -ον ([[χαρακόω]]), μη περιφραγμένος, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |