Anonymous

ἀχαράκωτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀχαράκωτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον έχει χαρακώσει [[κανείς]], που δεν τον έχει χαράξει με χάρακα<br /><b>2.</b> (για [[αμπέλι]]) εκείνο στο οποίο δεν έχουν κάνει [[χαράκωμα]], δεν έχουν χαρακώσει το [[στέλεχος]], το [[κούρβουλο]] (για να κάνει μεγάλες ρόγες)<br /><b>3.</b> ο [[αχάρακτος]], όποιος δεν έχει χαραχτεί με αιχμηρό [[εργαλείο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> άφραχτος, [[ανοχύρωτος]]<br /><b>2.</b> [[χωρίς]] φίλους, [[απροστάτευτος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀχαράκωτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον έχει χαρακώσει [[κανείς]], που δεν τον έχει χαράξει με χάρακα<br /><b>2.</b> (για [[αμπέλι]]) εκείνο στο οποίο δεν έχουν κάνει [[χαράκωμα]], δεν έχουν χαρακώσει το [[στέλεχος]], το [[κούρβουλο]] (για να κάνει μεγάλες ρόγες)<br /><b>3.</b> ο [[αχάρακτος]], όποιος δεν έχει χαραχτεί με αιχμηρό [[εργαλείο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> άφραχτος, [[ανοχύρωτος]]<br /><b>2.</b> [[χωρίς]] φίλους, [[απροστάτευτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀχᾰράκωτος:''' -ον ([[χαρακόω]]), μη περιφραγμένος, σε Πλούτ.
}}
}}