Anonymous

τανύδρομος: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τανυσίδρομος]], -ον, Α<br />αυτός που τρέχει πολύ [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τανυ</i>- του ρ. <i>τάννμαι</i> «τεντώνομαι» <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]). Ο τ. <i>ταννσί</i>-<i>δρομος</i> [[είναι]] αμφβλ. (<b>πρβλ.</b> <i>ταννσίσκοπος</i>)].
|mltxt=και [[τανυσίδρομος]], -ον, Α<br />αυτός που τρέχει πολύ [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τανυ</i>- του ρ. <i>τάννμαι</i> «τεντώνομαι» <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]). Ο τ. <i>ταννσί</i>-<i>δρομος</i> [[είναι]] αμφβλ. (<b>πρβλ.</b> <i>ταννσίσκοπος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰνύδρομος:''' -ον, αυτός που τρέχει με όλη του τη [[δύναμη]], σε Αισχύλ.
}}
}}