Anonymous

συνεπιτίθημι: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>βλ.</b> [[συνεπιτίθεμαι]].
|mltxt=Α<br /><b>βλ.</b> [[συνεπιτίθεμαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεπιτίθημι:''' μέλ. -[[θήσω]],<br /><b class="num">I.</b> [[επιθέτω]], [[βάζω]] [[επιπλέον]] ή από κοινού, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., επιτίθεμαι, [[επιπίπτω]], [[εφορμώ]] από κοινού με, <i>τινι</i>, σε Θουκ.· <i>ξυνεπιτίθεμαι τῷ ἔργῳ</i>, [[συνεργάζομαι]] σε [[κάτι]], επιδίδομαι από κοινού σε κάποιο [[έργο]], στον ίδ.
}}
}}