Anonymous

προστρέπω: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[τρέπω]]<br /><b>1.</b> στρέφομαι [[προς]] το [[μέρος]] κάποιου<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) ([[ιδίως]] σχετικά με θεό) [[παρακαλώ]], [[ικετεύω]], [[εκλιπαρώ]] (α. «τοσαῡτά σ', ὦ Ζεῡ, [[προστρέπω]]», <b>Σοφ.</b><br />β. «ὀλέσθαι πρόστρεπ' Ἀργείων χθόνα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πλησιάζω]] κάποιον ως [[εχθρός]], με εχθρική [[διάθεση]] («Ἰαωλκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπών», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[τιμώ]], [[σέβομαι]]<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>προστρέπομαι</i><br />α) [[επισύρω]] [[κάτι]] [[εναντίον]] του ίδιου του [[εαυτού]] μου («τοῡ παθόντος προστρεπομένου τὴν σπάθην», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[κάνω]] [[κάτι]] [[υπόθεση]] ικεσίας.
|mltxt=Α [[τρέπω]]<br /><b>1.</b> στρέφομαι [[προς]] το [[μέρος]] κάποιου<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) ([[ιδίως]] σχετικά με θεό) [[παρακαλώ]], [[ικετεύω]], [[εκλιπαρώ]] (α. «τοσαῡτά σ', ὦ Ζεῡ, [[προστρέπω]]», <b>Σοφ.</b><br />β. «ὀλέσθαι πρόστρεπ' Ἀργείων χθόνα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πλησιάζω]] κάποιον ως [[εχθρός]], με εχθρική [[διάθεση]] («Ἰαωλκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπών», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[τιμώ]], [[σέβομαι]]<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>προστρέπομαι</i><br />α) [[επισύρω]] [[κάτι]] [[εναντίον]] του ίδιου του [[εαυτού]] μου («τοῡ παθόντος προστρεπομένου τὴν σπάθην», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[κάνω]] [[κάτι]] [[υπόθεση]] ικεσίας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προστρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">1.</b> στρέφομαι προς τον θεό, [[πλησιάζω]] με [[προσευχή]], [[ικετεύω]], σε Σοφ.· με αιτ. προσ. και απαρ., [[ικετεύω]], [[παρακαλώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], στον ίδ.· με αιτ. πράγμ. και απαρ., [[προσεύχομαι]] να, σε Ευρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[πλησιάζω]], [[προσεγγίζω]] (όπως [[ένας]] [[εχθρός]]), σε Πίνδ.
}}
}}