Anonymous

εὐτείχεος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=εὐτείχειος, -ον και επικ. τ. ἐϋτείχεος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει ισχυρά τείχη, ο καλά τειχισμένος, ο [[οχυρός]] («Τροίην ἐϋτείχεον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τείχεος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τείχος]]), ομηρ. [[τύπος]] του <i>ευ</i>-<i>τειχής</i> για μετρικούς λόγους].
|mltxt=εὐτείχειος, -ον και επικ. τ. ἐϋτείχεος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει ισχυρά τείχη, ο καλά τειχισμένος, ο [[οχυρός]] («Τροίην ἐϋτείχεον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τείχεος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τείχος]]), ομηρ. [[τύπος]] του <i>ευ</i>-<i>τειχής</i> για μετρικούς λόγους].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐτείχεος:''' -ον ([[τεῖχος]]), καλοτειχισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}