Anonymous

βελτίων: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον [[βελτίων]], -ον (AM)<br />(συγκρ. του [[αγαθός]]) [[καλύτερος]], [[προτιμότερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βέλτερος]].
|mltxt=-ον [[βελτίων]], -ον (AM)<br />(συγκρ. του [[αγαθός]]) [[καλύτερος]], [[προτιμότερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βέλτερος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βελτίων:''' [ῑ], -ον, γεν. <i>-ονος</i>, Αττ. συγκρ. του [[ἀγαθός]], [[καλύτερος]]· <i>ἐπὶ τὸ βέλτιον χωρεῖν</i>, βελτιώνομαι, εξελίσσομαι, σε Θουκ. (πρβλ. [[βέλτερος]]).
}}
}}