Anonymous

μονοκρήπις: Difference between revisions

From LSJ
5
(25)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονοκρήπις]], -ιδος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[σανδάλι]], [[μονοσάνδαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κρηπίς]], -[[ίδος]] «[[είδος]] υποδήματος» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θεο</i>-<i>κρήπις</i>)].
|mltxt=[[μονοκρήπις]], -ιδος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[σανδάλι]], [[μονοσάνδαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κρηπίς]], -[[ίδος]] «[[είδος]] υποδήματος» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θεο</i>-<i>κρήπις</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μονοκρήπῑς:''' -ῖδος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει ένα μόνο [[σανδάλι]], [[μονοσάνδαλος]], σε Πίνδ.
}}
}}