Anonymous

διαπασσαλεύω: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[πασσαλεύω]]<br /><b>βλ.</b> [[διαπατταλεύω]].
|mltxt=[[πασσαλεύω]]<br /><b>βλ.</b> [[διαπατταλεύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαπασσᾰλεύω:''' Αττ. διαπαττ-, μέλ. <i>-σω</i>, [[τεντώνω]] καρφώνοντας τα [[άκρα]] σταυρωτά, όπως κατά τη [[διάρκεια]] της σταύρωσης, σε Ηρόδ.· [[τεντώνω]] και [[καρφώνω]] μια [[προβιά]] για να την κατεργαστώ, σε Αριστοφ.
}}
}}