Anonymous

πολεμιστήριος: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[πολεμιστήριος]], -ία, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ος, Α<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πολεμιστή ή στον πόλεμο («χρῶνται... οἱ Ἰνδοί πολεμιστηρίοις [ἐλέφασι]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πολεμιστήριος]]<br />[[πολεμιστής]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πολεμιστήρια</i><br />α) πολεμικές άμαξες<br />β) τα [[πολεμοφόδια]], οι ετοιμασίες για πόλεμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πολεμίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πλουτισ</i>-<i>τήριος</i>)].
|mltxt=-α, -ο / [[πολεμιστήριος]], -ία, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ος, Α<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πολεμιστή ή στον πόλεμο («χρῶνται... οἱ Ἰνδοί πολεμιστηρίοις [ἐλέφασι]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πολεμιστήριος]]<br />[[πολεμιστής]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πολεμιστήρια</i><br />α) πολεμικές άμαξες<br />β) τα [[πολεμοφόδια]], οι ετοιμασίες για πόλεμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πολεμίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πλουτισ</i>-<i>τήριος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολεμιστήριος:''' -α, -ον και -ος, -ον·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε πολεμιστή, σε Ηρόδ.· [[βοή]], [[θώραξ]] [[πολεμιστήριος]], σε Αριστοφ.· <i>πολεμιστήρια ἅρματα</i>, τα άρματα του πολέμου, σε Ηρόδ.· <i>ἐλᾶν τὰ πολεμιστήρια</i>, [[οδηγώ]] τα πολεμικά άρματα, στρατιωτικό [[αγώνισμα]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>τὰ πολεμιστήρια = τὰ πολεμικά</i>, σε Ξεν.
}}
}}