Anonymous

ἰωκή: Difference between revisions

From LSJ
315 bytes added ,  30 December 2018
5
(18)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰωκή]], ἡ, αιτ. στον <b>Ομ.</b> ἰῶκα (Α)<br /><b>1.</b> [[προσβολή]], [[επίθεση]], [[καταδίωξη]] στη [[μάχη]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ἰωκή</i><br />[[προσωποποίηση]] της δίωξης, της επίθεσης («ἐν δ' Ἔρις, ἐν δ' Ἀλκή, ἐν δὲ κρυόεσσα Ἰωκή», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fιώκω</i> «[[καταδιώκω]], [[χτυπώ]]», που συνδέεται με το [[διώκω]]].
|mltxt=[[ἰωκή]], ἡ, αιτ. στον <b>Ομ.</b> ἰῶκα (Α)<br /><b>1.</b> [[προσβολή]], [[επίθεση]], [[καταδίωξη]] στη [[μάχη]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ἰωκή</i><br />[[προσωποποίηση]] της δίωξης, της επίθεσης («ἐν δ' Ἔρις, ἐν δ' Ἀλκή, ἐν δὲ κρυόεσσα Ἰωκή», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fιώκω</i> «[[καταδιώκω]], [[χτυπώ]]», που συνδέεται με το [[διώκω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰωκή:''' ἡ ([[διώκω]]), [[καταδίωξη]], [[κυνηγητό]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>Ἰωκή</i> προσωποποιημένο, στο ίδ.· μεταπλασμένη αιτ. [[ἰῶκα]](όπως αν προερχόταν από το <i>ἰώξ</i>), στο ίδ.
}}
}}