Anonymous

παρακύπτω: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ, ποιητ. τ. [[παρκύπτω]], Α<br />(για πρόσ. που βρίσκεται έξω από έναν χώρο) [[σκύβω]] και [[βλέπω]] [[προς]] τα [[μέσα]] («[[ἄφρων]] ἀπὸ θύρας παρακύπτει εἰς οἰκίαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[κοιτάζω]] [[κάτι]] ερευνητικά, [[περιεργάζομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πλημμελή [[στάση]] φαύλου κιθαρωδού ή αυλητή) [[σκύβω]] [[προς]] τα [[πλάγια]]<br /><b>2.</b> [[σκύβω]] για να δω [[κάτι]] καλύτερα, με μεγαλύτερη [[ακρίβεια]]<br /><b>3.</b> [[παραβλέπω]], [[κοιτάζω]] [[κάτι]] με [[αδιαφορία]]<br /><b>4.</b> [[βλέπω]] [[κρυφά]] από [[παράθυρο]] ή πόρτα (α. «κἄν ἐκ θυρίδος παρακύπτωμεν, τὸ κακὸν ζητεῑτε θεᾱσθαι», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «παρακύπτουσα τὸν ἐραστὴν ἰδεῑν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[σκύβω]] [[πάνω]] από [[κιγκλίδωμα]]<br /><b>6.</b> [[σκύβω]] [[προς]] τα έξω και [[βλέπω]]<br /><b>7.</b> (για [[πράγμα]]) εμφανίζομαι, [[παρουσιάζομαι]]<br /><b>8.</b> αναμιγνύομαι, [[επεμβαίνω]]<br /><b>9.</b> (η μτχ. ονομ. θηλ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>αἱ παρακυπτόμεναι</i><br />θυρίδες από όπου βλέπει [[κανείς]] [[προς]] τα έξω.
|mltxt=ΜΑ, ποιητ. τ. [[παρκύπτω]], Α<br />(για πρόσ. που βρίσκεται έξω από έναν χώρο) [[σκύβω]] και [[βλέπω]] [[προς]] τα [[μέσα]] («[[ἄφρων]] ἀπὸ θύρας παρακύπτει εἰς οἰκίαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[κοιτάζω]] [[κάτι]] ερευνητικά, [[περιεργάζομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πλημμελή [[στάση]] φαύλου κιθαρωδού ή αυλητή) [[σκύβω]] [[προς]] τα [[πλάγια]]<br /><b>2.</b> [[σκύβω]] για να δω [[κάτι]] καλύτερα, με μεγαλύτερη [[ακρίβεια]]<br /><b>3.</b> [[παραβλέπω]], [[κοιτάζω]] [[κάτι]] με [[αδιαφορία]]<br /><b>4.</b> [[βλέπω]] [[κρυφά]] από [[παράθυρο]] ή πόρτα (α. «κἄν ἐκ θυρίδος παρακύπτωμεν, τὸ κακὸν ζητεῑτε θεᾱσθαι», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «παρακύπτουσα τὸν ἐραστὴν ἰδεῑν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[σκύβω]] [[πάνω]] από [[κιγκλίδωμα]]<br /><b>6.</b> [[σκύβω]] [[προς]] τα έξω και [[βλέπω]]<br /><b>7.</b> (για [[πράγμα]]) εμφανίζομαι, [[παρουσιάζομαι]]<br /><b>8.</b> αναμιγνύομαι, [[επεμβαίνω]]<br /><b>9.</b> (η μτχ. ονομ. θηλ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>αἱ παρακυπτόμεναι</i><br />θυρίδες από όπου βλέπει [[κανείς]] [[προς]] τα έξω.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρακύπτω:''' ποιητ. παρ-[[κύπτω]], μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> γέρνω προς τα πλάγια, λέγεται για τη [[στάση]] ενός μη χαρισματικού αυλητή, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> γέρνω για να κοιτάξω [[πλαγίως]]·<br /><b class="num">1.</b> [[κοιτάζω]] πλάγια, [[ρίχνω]] φευγαλέα [[ματιά]] σε [[κάτι]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[ξεπροβάλλω]], [[φαίνομαι]] από μια πόρτα ή [[παράθυρο]], σε Αριστοφ.· ή λέγεται για κάποιον που βρίσκεται [[απέξω]], [[κοιτάζω]] μέσα, [[ρίχνω]] μια [[ματιά]], κατ'[[ἄντρον]] [[παρκύπτοισα]], σε Θεόκρ.· παρέκυψεν εἰς τὸ [[μνημεῖον]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}