Anonymous

τειχομελής: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που με τη [[μελωδία]] του χτίζει τείχη («κιθάρη τείχομελής» — η [[κιθάρα]] του Αμφίονος, <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τεῖχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἡδυ</i>-[[μελής]]].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που με τη [[μελωδία]] του χτίζει τείχη («κιθάρη τείχομελής» — η [[κιθάρα]] του Αμφίονος, <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τεῖχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἡδυ</i>-[[μελής]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τειχομελής:''' -ές ([[μέλος]]), αυτός που τειχίζει δια μουσικής, λέγεται για τη [[λύρα]] του Αμφίονα, σε Ανθ.
}}
}}