Anonymous

αὐτεπάγγελτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐτεπάγγελτος]], -ον)<br />αυτός που κάνει [[κάτι]] από [[μόνος]] του ή από δική του [[προαίρεση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «αυτεπάγγελτη [[δίωξη]]» — η ποινική [[δίωξη]] που κινείται εξ επαγγέλματος από τον εισαγγελέα όταν μάθει ότι έγινε κάποια αξιόποινη [[πράξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απρόσκλητος]], αυτός που προσκαλεί [[μόνος]] του τον εαυτό του.
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐτεπάγγελτος]], -ον)<br />αυτός που κάνει [[κάτι]] από [[μόνος]] του ή από δική του [[προαίρεση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «αυτεπάγγελτη [[δίωξη]]» — η ποινική [[δίωξη]] που κινείται εξ επαγγέλματος από τον εισαγγελέα όταν μάθει ότι έγινε κάποια αξιόποινη [[πράξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απρόσκλητος]], αυτός που προσκαλεί [[μόνος]] του τον εαυτό του.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτεπάγγελτος:''' -ον ([[ἐπαγγέλλω]]), αυτός που προσφέρει εθελούσια στον εαυτό του, αυτός που κάνει [[κάτι]] με ελεύθερη [[βούληση]], σε Ηρόδ., Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
}}
}}