3,277,243
edits
(7) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐτεπάγγελτος]], -ον)<br />αυτός που κάνει [[κάτι]] από [[μόνος]] του ή από δική του [[προαίρεση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «αυτεπάγγελτη [[δίωξη]]» — η ποινική [[δίωξη]] που κινείται εξ επαγγέλματος από τον εισαγγελέα όταν μάθει ότι έγινε κάποια αξιόποινη [[πράξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απρόσκλητος]], αυτός που προσκαλεί [[μόνος]] του τον εαυτό του. | |mltxt=-η, -ο (AM [[αὐτεπάγγελτος]], -ον)<br />αυτός που κάνει [[κάτι]] από [[μόνος]] του ή από δική του [[προαίρεση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «αυτεπάγγελτη [[δίωξη]]» — η ποινική [[δίωξη]] που κινείται εξ επαγγέλματος από τον εισαγγελέα όταν μάθει ότι έγινε κάποια αξιόποινη [[πράξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απρόσκλητος]], αυτός που προσκαλεί [[μόνος]] του τον εαυτό του. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αὐτεπάγγελτος:''' -ον ([[ἐπαγγέλλω]]), αυτός που προσφέρει εθελούσια στον εαυτό του, αυτός που κάνει [[κάτι]] με ελεύθερη [[βούληση]], σε Ηρόδ., Ευρ., Θουκ. κ.λπ. | |||
}} | }} |