Anonymous

ὑψίβατος: Difference between revisions

From LSJ
6
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[ψηλά]] («Ἀχαιών ὑψίβατοι πόλιες», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τρίποδα) αυτός που έχει ψηλή [[βάση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[βατός]] ([[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>εὔ</i>-<i>βατος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[ψηλά]] («Ἀχαιών ὑψίβατοι πόλιες», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τρίποδα) αυτός που έχει ψηλή [[βάση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[βατός]] ([[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>εὔ</i>-<i>βατος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίβᾰτος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται [[ψηλά]], [[ψηλά]] τοποθετημένος, σε Πίνδ., Σοφ.
}}
}}