Anonymous

ἡρωίνη: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἡρωΐνη]] και ἡρῴνη και ἠροΐνα)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(φαρμ.)</b> παράγωγο της μορφίνης το οποίο προκαλεί εθισμό σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό<br /><b>αρχ.</b><br />(θηλ. του [[ήρως]]) [[ηρωίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με την αρχ. σημ. προήλθε από το [[ήρως]], ενώ με τη νεοελλ. σημ. η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] ξεν. όρου (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>heroine</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>hero</i>- του γαλλ. ιατρικού όρου <i>heroique</i> «[[δραστικός]], [[ισχυρός]], [[τολμηρός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ine</i>)].
|mltxt=η (Α [[ἡρωΐνη]] και ἡρῴνη και ἠροΐνα)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(φαρμ.)</b> παράγωγο της μορφίνης το οποίο προκαλεί εθισμό σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό<br /><b>αρχ.</b><br />(θηλ. του [[ήρως]]) [[ηρωίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με την αρχ. σημ. προήλθε από το [[ήρως]], ενώ με τη νεοελλ. σημ. η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] ξεν. όρου (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>heroine</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>hero</i>- του γαλλ. ιατρικού όρου <i>heroique</i> «[[δραστικός]], [[ισχυρός]], [[τολμηρός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ine</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡρωίνη:''' [ῑ], ἡ, θηλ. του [[ἥρως]], [[ηρωίδα]], σε Θεόκρ.· συνηρ. [[ἡρῴνη]], σε Αριστοφ.
}}
}}