Anonymous

ἐνδελεχής: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἐνδελεχής]], -ές)<br /><b>1.</b> συνεχόμενος, [[αδιάλειπτος]] («διὰ πυρὸς ἐνδελεχοῡς», ΠΔ<br /><b>2.</b> [[επίμονος]], πολύ [[προσεκτικός]] («[[ενδελεχής]] [[έρευνα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐνδελεχές</i><br />[[ενδελέχεια]].
|mltxt=-ές (AM [[ἐνδελεχής]], -ές)<br /><b>1.</b> συνεχόμενος, [[αδιάλειπτος]] («διὰ πυρὸς ἐνδελεχοῡς», ΠΔ<br /><b>2.</b> [[επίμονος]], πολύ [[προσεκτικός]] («[[ενδελεχής]] [[έρευνα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐνδελεχές</i><br />[[ενδελέχεια]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνδελεχής:''' -ές, [[συνεχής]], [[ασταμάτητος]], [[διαρκής]], σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ. <i>-χῶς</i>, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}