Anonymous

ἐγέρσιμος: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐγέρσιμος]], -ον (AM)<br />«[[ἐγέρσιμος]] [[ὕπνος]]» — ο ύπνος από τον οποίο σηκώνεται, ξυπνάει [[κανείς]] (σε [[αντίθεση]] με τον ύπνο του θανάτου).
|mltxt=[[ἐγέρσιμος]], -ον (AM)<br />«[[ἐγέρσιμος]] [[ὕπνος]]» — ο ύπνος από τον οποίο σηκώνεται, ξυπνάει [[κανείς]] (σε [[αντίθεση]] με τον ύπνο του θανάτου).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐγέρσῐμος:''' -ον, αυτός από τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να ξυπνήσει, <i>ὕπνοςἐγ</i>., αντίθ. προς τον ύπνο του θανάτου, σε Θεόκρ.
}}
}}