Anonymous

εὐμέλανος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐμέλανος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[μελανοδοχείο]]) αυτός που έχει [[ωραίο]] [[μελάνι]] («τὰν εὐμέλανον [[βροχίδα]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο μαυρισμένος καλά, ο μελανωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μελανός]].
|mltxt=[[εὐμέλανος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[μελανοδοχείο]]) αυτός που έχει [[ωραίο]] [[μελάνι]] («τὰν εὐμέλανον [[βροχίδα]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο μαυρισμένος καλά, ο μελανωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μελανός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐμέλᾰνος:''' -ον ([[μέλας]]), αυτός που έχει καλό [[μελάνι]], [[μελανώδης]], μελανωμένος, [[κατάμαυρος]], σε Ανθ.
}}
}}