Anonymous

ἐκποτάομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκποτάομαι]] και ιων. τ. [[ἐκποτέομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πετώ]] από [[ψηλά]]<br /><b>2.</b> [[πέφτω]] αθόρυβα.
|mltxt=[[ἐκποτάομαι]] και ιων. τ. [[ἐκποτέομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πετώ]] από [[ψηλά]]<br /><b>2.</b> [[πέφτω]] αθόρυβα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκποτάομαι:''' Ιων. -έομαι, αποθ., κινούμαι, [[πετώ]] στον αέρα, λέγεται για νιφάδες χιονιού, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., πᾷ [[τὰς]] φρένας ἐκπεπότασαι; (βʹ ενικ. Δωρ. παρακ.)· = [[quae]] te [[dementia]] cepit?σε Θεόκρ.
}}
}}