Anonymous

βαδίζω: Difference between revisions

From LSJ
1,020 bytes added ,  30 December 2018
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[βαδίζω]])<br /><b>1.</b> κινούμαι, [[προχωρώ]] με [[προβολή]] του ενός ποδιού και [[στήριξη]] του άλλου στο [[έδαφος]], [[εναλλάξ]], σε κανονικό ρυθμό<br /><b>2.</b> κατευθύνομαι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπεριφέρομαι]], [[ενεργώ]] («καλά βαδίζει»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βαδίζω]] επί τα ίχνη κάποιου» ή «[[βαδίζω]] στ' αχνάρια του» — [[ακολουθώ]] το παράδειγμά του, [[προσπαθώ]] να του μοιάσω<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[βαδίζω]] ἐπ' οἰκίας» — [[μπαίνω]] [[παράνομα]] σε [[ξένο]] [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> «[[βαδίζω]] εἰς τα πατρῷα» — [[παίρνω]] την πατρική [[κληρονομιά]]<br /><b>3.</b> «[[βαδίζω]] ἐπ' ἔλαττον» — ελαττώνομαι<br /><b>4.</b> «ὁδῷ βαδίζει» — τα πράγματα πάνε καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βάδην]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[προβαδίζω]], [[συμβαδίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αντιβαδίζω</i>, [[αποβαδίζω]], [[διαβαδίζω]], [[εμβαδίζω]], [[προσβαδίζω]] <b>νεοελλ.</b> <i>αργοβαδίζω</i>, <i>γοργοβαδίζω</i>, <i>καλοβαδίζω</i>, <i>κουτσοβαδίζω</i>, <i>σιγοβαδίζω</i>].
|mltxt=(AM [[βαδίζω]])<br /><b>1.</b> κινούμαι, [[προχωρώ]] με [[προβολή]] του ενός ποδιού και [[στήριξη]] του άλλου στο [[έδαφος]], [[εναλλάξ]], σε κανονικό ρυθμό<br /><b>2.</b> κατευθύνομαι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπεριφέρομαι]], [[ενεργώ]] («καλά βαδίζει»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βαδίζω]] επί τα ίχνη κάποιου» ή «[[βαδίζω]] στ' αχνάρια του» — [[ακολουθώ]] το παράδειγμά του, [[προσπαθώ]] να του μοιάσω<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[βαδίζω]] ἐπ' οἰκίας» — [[μπαίνω]] [[παράνομα]] σε [[ξένο]] [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> «[[βαδίζω]] εἰς τα πατρῷα» — [[παίρνω]] την πατρική [[κληρονομιά]]<br /><b>3.</b> «[[βαδίζω]] ἐπ' ἔλαττον» — ελαττώνομαι<br /><b>4.</b> «ὁδῷ βαδίζει» — τα πράγματα πάνε καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βάδην]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[προβαδίζω]], [[συμβαδίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αντιβαδίζω</i>, [[αποβαδίζω]], [[διαβαδίζω]], [[εμβαδίζω]], [[προσβαδίζω]] <b>νεοελλ.</b> <i>αργοβαδίζω</i>, <i>γοργοβαδίζω</i>, <i>καλοβαδίζω</i>, <i>κουτσοβαδίζω</i>, <i>σιγοβαδίζω</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰδίζω:''' ([[βάδος]], [[βαίνω]]), μέλ. Αττ. [[βαδιοῦμαι]], αόρ. αʹ <i>ἐβάδισα</i>, παρακ. <i>βεβάδικα</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[πηγαίνω]] [[αργά]], [[περπατώ]], Λατ. ambulare, σε Ομηρ. Ύμν., Ξεν.· [[πηγαίνω]], είμαι σε [[πορεία]], λέγεται για εφίππους, σε Ξεν.· [[πηγαίνω]] από τη [[στεριά]], από την [[ξηρά]], σε Δημ. με σύστ. αιτ., <i>βάδον</i>, ὁδὸν [[βαδίζω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, ἐπ' οἰκίας [[βαδίζω]], [[εισέρχομαι]] σε οικίες, σε Δημ.· [[προβαίνω]] σε [[συζήτηση]], [[αναλύω]] [[επιχείρημα]], στον ίδ.· λέγεται για πράγματα, αἱ τιμαὶ ἐπ' [[ἔλαττον]] ἐβάδιζον, οι τιμές ελαττώνονταν, στον ίδ.
}}
}}