Anonymous

ὑποκρίνομαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(43)
(6)
Line 16: Line 16:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και ενεργ. τ. [[ὑποκρίνω]] ΜΑ [[κρίνω]], -<i>ομαι</i>]<br /><b>1.</b> [[παριστάνω]] [[πρόσωπο]] σε θεατρικό [[έργο]], υποδύομαι έναν ρόλο («Ἀντιγόνην δὲ Σοφοκλέους [[πολλάκις]] μὲν Θεόδωρος... ὑποκέκριται», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσποιούμαι]] (α. «υποκρίθηκε ότι δεν συμβαίνει [[τίποτε]]» β. «[[μηδὲ]] τῇ φωνῇ δακρύειν ὑποκρινόμενον τὴν ἐκείνων τύχην», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> [[υποκρύπτω]] τις σκέψεις ή τα αισθήματά μου, [[είμαι]] [[υποκριτής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> [[χωρίζω]] λίγο («ἑαυτὸν ἀποκρίνων ἢ ὑποκρίνων, ὅ ἐστι τῶν ἄλλων ἀποχωρίζων, ὑποκρινόμενος», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[παριστάνω]] [[κάτι]] δραματικά («ἀνεγνώσθη Ἰαμβλίχου δραματικόν, ἔρωτας ὑποκρινόμενον», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> [[ανακρίνω]] («ὑποκρίνουσι τοὺς ἀντιδίκους», Ανέκδοτα Βεκκήρου)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> α) [[απαντώ]], [[αποκρίνομαι]] («ταῡτα μὲν ἡ Πυθίη ὑπεκρίνατο τοῑσι Λυδοῑσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[ερμηνεύω]], [[εξηγώ]] («τοὺς ὀνείρους [[ὑποκρίνομαι]]», Αλκίφρ.)<br />γ) (για ρητοροδιδάσκαλο) [[απαγγέλλω]]<br />δ) [[μιμούμαι]]<br />ε) [[παριστάνω]] [[κάτι]] με υπερβολικό τρόπο, [[μεγαλοποιώ]] («τοσούτοις [[ὕστερον]] χρόνοις αιτίας καὶ σκώμματα καὶ λοιδορίας συμφορήσας ὑποκρίνεται», <b>Δημοσθ.</b>)<br />στ) [[εξαπατώ]].
|mltxt=ΝΜΑ, και ενεργ. τ. [[ὑποκρίνω]] ΜΑ [[κρίνω]], -<i>ομαι</i>]<br /><b>1.</b> [[παριστάνω]] [[πρόσωπο]] σε θεατρικό [[έργο]], υποδύομαι έναν ρόλο («Ἀντιγόνην δὲ Σοφοκλέους [[πολλάκις]] μὲν Θεόδωρος... ὑποκέκριται», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσποιούμαι]] (α. «υποκρίθηκε ότι δεν συμβαίνει [[τίποτε]]» β. «[[μηδὲ]] τῇ φωνῇ δακρύειν ὑποκρινόμενον τὴν ἐκείνων τύχην», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> [[υποκρύπτω]] τις σκέψεις ή τα αισθήματά μου, [[είμαι]] [[υποκριτής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> [[χωρίζω]] λίγο («ἑαυτὸν ἀποκρίνων ἢ ὑποκρίνων, ὅ ἐστι τῶν ἄλλων ἀποχωρίζων, ὑποκρινόμενος», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[παριστάνω]] [[κάτι]] δραματικά («ἀνεγνώσθη Ἰαμβλίχου δραματικόν, ἔρωτας ὑποκρινόμενον», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> [[ανακρίνω]] («ὑποκρίνουσι τοὺς ἀντιδίκους», Ανέκδοτα Βεκκήρου)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> α) [[απαντώ]], [[αποκρίνομαι]] («ταῡτα μὲν ἡ Πυθίη ὑπεκρίνατο τοῑσι Λυδοῑσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[ερμηνεύω]], [[εξηγώ]] («τοὺς ὀνείρους [[ὑποκρίνομαι]]», Αλκίφρ.)<br />γ) (για ρητοροδιδάσκαλο) [[απαγγέλλω]]<br />δ) [[μιμούμαι]]<br />ε) [[παριστάνω]] [[κάτι]] με υπερβολικό τρόπο, [[μεγαλοποιώ]] («τοσούτοις [[ὕστερον]] χρόνοις αιτίας καὶ σκώμματα καὶ λοιδορίας συμφορήσας ὑποκρίνεται», <b>Δημοσθ.</b>)<br />στ) [[εξαπατώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποκρίνομαι:''' [ῑ], μέλ. <i>-κρῐνοῦμαι</i>, Ιων. <i>-έομαι</i>· αόρ. αʹ <i>ὑπεκρῑνάμην</i>· [[έπειτα]] επίσης αόρ. αʹ και Παθ. παρακ. με Μέσ. [[διάθεση]], ὑπεκρίθην [ῐ], <i>ὑποκέκρῐμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αποκρίνομαι]], [[δίνω]] [[απάντηση]], [[απαντώ]], σε Όμηρ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αναλύω]], [[ερμηνεύω]], [[εξηγώ]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· ισοδύν. προς την Αττ. [[λέξη]] <i>ἀποκρίνομαι</i>.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ηθοποιούς, υποκριτές, [[υποκρίνομαι]] πάνω στην [[σκηνή]], [[παίρνω]] [[μέρος]] σε διάλογο πάνω στην [[σκηνή]]· απ' όπου, υποδύομαι, [[παίζω]], [[παριστάνω]] ένα [[πρόσωπο]], ρόλο, <i>τὴν Ἀντιγόνην ὑποκέκριται</i>, σε Δημ.· [[ὑποκρίνομαι]] τὸ βασιλικόν, υποδύομαι το [[πρόσωπο]], τον ρόλο του βασιλιά, σε Αριστ.· [[ὑποκρίνομαι]] τραγῳδίαν, <i>κωμῳδίαν</i>, [[παίρνω]] [[μέρος]] σε [[τραγωδία]], [[κωμωδία]], στον ίδ.· απόλ., υποδύομαι έναν ρόλο, είμαι [[υποκριτής]], [[ηθοποιός]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[παριστάνω]] δραματικά, απ' όπου, [[υπερβάλλω]], [[μεγαλοποιώ]], [[διογκώνω]], [[παραφουσκώνω]], τα παραλέω, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[παίζω]] έναν ρόλο, [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]], με απαρ., στον ίδ.
}}
}}