Anonymous

λαοπόρος: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαοπόρος]], -ον (Α)<br />(για [[γέφυρα]]) αυτή που χρησιμεύει για να διαβαίνει ο [[λαός]] («λαοπόροις τε μηχαναῑς», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]] «[[πέρασμα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θαλασσο</i>-[[πόρος]], <i>οδοι</i>-[[πόρος]].
|mltxt=[[λαοπόρος]], -ον (Α)<br />(για [[γέφυρα]]) αυτή που χρησιμεύει για να διαβαίνει ο [[λαός]] («λαοπόροις τε μηχαναῑς», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]] «[[πέρασμα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θαλασσο</i>-[[πόρος]], <i>οδοι</i>-[[πόρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λᾱοπόρος:''' -ον, αυτός που χρησιμεύει για [[διάβαση]] του λαού, [[κατασκευή]] που διευκολύνει τη [[διάβαση]] των ανθρώπων, <i>λαοπόροι μηχαναί</i>, δηλ. γέφυρες, σε Αισχύλ.
}}
}}