3,277,190
edits
(22) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λαοπόρος]], -ον (Α)<br />(για [[γέφυρα]]) αυτή που χρησιμεύει για να διαβαίνει ο [[λαός]] («λαοπόροις τε μηχαναῑς», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]] «[[πέρασμα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θαλασσο</i>-[[πόρος]], <i>οδοι</i>-[[πόρος]]. | |mltxt=[[λαοπόρος]], -ον (Α)<br />(για [[γέφυρα]]) αυτή που χρησιμεύει για να διαβαίνει ο [[λαός]] («λαοπόροις τε μηχαναῑς», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]] «[[πέρασμα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θαλασσο</i>-[[πόρος]], <i>οδοι</i>-[[πόρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λᾱοπόρος:''' -ον, αυτός που χρησιμεύει για [[διάβαση]] του λαού, [[κατασκευή]] που διευκολύνει τη [[διάβαση]] των ανθρώπων, <i>λαοπόροι μηχαναί</i>, δηλ. γέφυρες, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |