Anonymous

ἐρημία: Difference between revisions

From LSJ
1,103 bytes added ,  30 December 2018
4
(14)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ερμιά]] και ερημία, η (AM [[ἐρημία]])<br /><b>1.</b> [[έρημος]], [[ακατοίκητος]], απομακρυσμένος, απομονωμένος [[τόπος]], η [[κατάσταση]] του ακατοίκητου ανθρώπου ή τόπου<br /><b>2.</b> [[απομόνωση]], [[εγκατάλειψη]] ανθρώπου, [[μοναξιά]]<br /><b>3.</b> [[έλλειψη]], [[απουσία]], [[ανυπαρξία]] («ερημία [[φίλων]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για [[τόπο]]) [[καταστροφή]], [[λεηλασία]], [[αφανισμός]], [[ερήμωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολιτική]] [[απομόνωση]], [[έλλειψη]] συμμάχων<br /><b>2.</b> [[απαλλαγή]] από κάποια [[συμφορά]] («ποῑ κακῶν ἐρημίαν εὕρω;» — πώς να απαλλαγώ από τις συμφορές; <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έρημ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ία</i>. Ο τ. [[ερημιά]] <span style="color: red;"><</span> <i>ερημία</i> με [[συνίζηση]] του -<i>ι</i>- προ του τονισμένου φωνήεντος, ενώ ο τ. [[ερμιά]] <span style="color: red;"><</span> [[ερημιά]], με σίγηση του ενδοσυμφωνικού -<i>η</i> -].
|mltxt=και [[ερμιά]] και ερημία, η (AM [[ἐρημία]])<br /><b>1.</b> [[έρημος]], [[ακατοίκητος]], απομακρυσμένος, απομονωμένος [[τόπος]], η [[κατάσταση]] του ακατοίκητου ανθρώπου ή τόπου<br /><b>2.</b> [[απομόνωση]], [[εγκατάλειψη]] ανθρώπου, [[μοναξιά]]<br /><b>3.</b> [[έλλειψη]], [[απουσία]], [[ανυπαρξία]] («ερημία [[φίλων]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για [[τόπο]]) [[καταστροφή]], [[λεηλασία]], [[αφανισμός]], [[ερήμωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολιτική]] [[απομόνωση]], [[έλλειψη]] συμμάχων<br /><b>2.</b> [[απαλλαγή]] από κάποια [[συμφορά]] («ποῑ κακῶν ἐρημίαν εὕρω;» — πώς να απαλλαγώ από τις συμφορές; <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έρημ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ία</i>. Ο τ. [[ερημιά]] <span style="color: red;"><</span> <i>ερημία</i> με [[συνίζηση]] του -<i>ι</i>- προ του τονισμένου φωνήεντος, ενώ ο τ. [[ερμιά]] <span style="color: red;"><</span> [[ερημιά]], με σίγηση του ενδοσυμφωνικού -<i>η</i> -].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐρημία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για τόπους, [[ερημιά]], [[τόπος]] [[ακατοίκητος]], [[έρημος]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως [[κατάσταση]], [[απομόνωση]], [[αποξένωση]], [[μοναξιά]], <i>ἐρημίαν ἄγειν</i>, <i>ἔχειν</i>, ζω [[μόνος]], βίο μονήρη, σε Ευρ.· λέγεται για πρόσωπα, [[απομόνωση]], [[εγκατάλειψη]], [[εξορία]], σε Σοφ.· <i>δι' ἐρημίαν</i>, εξαιτίας της έλλειψης συμμαχίας, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[έλλειψη]], [[απουσία]] πράγματος, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· τὴν ἐρ. δρῶν [[τῶν]] κωλυσόντων, βλέποντας ότι [[κανείς]] δεν υπήρχε να τον εμποδίσει, σε Δημ.· <i>ἐρ. κακῶν</i>, [[λύτρωση]], [[απαλλαγή]] από το [[κακό]], σε Ευρ.
}}
}}