Anonymous

ἱππομανής: Difference between revisions

From LSJ
5
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἱππομανής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά υπερβολικά τους ίππους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίθει από ίππους, αυτός που έχει πολλούς ίππους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱππομανές</i><br />α) (στην Αρκαδία) [[είδος]] φυτού που αγαπούν τα άλογα και που όταν τρώγεται από αυτά τά κάνει άγρια και ατίθασα<br />β) το [[φυτό]] [[κάππαρις]]<br />γ) μικρή μαύρη [[σαρκώδης]] [[ουσία]] που έχει ο [[νεογέννητος]] [[πώλος]] στο [[μέτωπο]] και που, αν τήν έπαιρναν [[πριν]] τή γλείψει η [[φοράδα]] που είχε γεννήσει, χρησίμευε στις μάγισσες ως ισχυρό μαγικό [[φίλτρο]] («[[ὅταν]] τέκῃ ἡ [[ἵππος]]... ἀπεσθίει τοῡ πώλου, ὅ ἐπιφύεται ἐπὶ τοῡ μετώπου τῶν πώλων, ὅ καλεῑται ἱππομανές·... τοῡτο αἱ φαρμακίδες ζητοῡσι καὶ συλλέγουσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br />δ. [[υγρό]] που ρέει από το γεννητικό [[μόριο]] της φοράδας [[κατά]] την ώρα της οχείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γυναι</i>-<i>μανής</i>, <i>οινο</i>-<i>μανής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[ἱππομανής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά υπερβολικά τους ίππους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίθει από ίππους, αυτός που έχει πολλούς ίππους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱππομανές</i><br />α) (στην Αρκαδία) [[είδος]] φυτού που αγαπούν τα άλογα και που όταν τρώγεται από αυτά τά κάνει άγρια και ατίθασα<br />β) το [[φυτό]] [[κάππαρις]]<br />γ) μικρή μαύρη [[σαρκώδης]] [[ουσία]] που έχει ο [[νεογέννητος]] [[πώλος]] στο [[μέτωπο]] και που, αν τήν έπαιρναν [[πριν]] τή γλείψει η [[φοράδα]] που είχε γεννήσει, χρησίμευε στις μάγισσες ως ισχυρό μαγικό [[φίλτρο]] («[[ὅταν]] τέκῃ ἡ [[ἵππος]]... ἀπεσθίει τοῡ πώλου, ὅ ἐπιφύεται ἐπὶ τοῡ μετώπου τῶν πώλων, ὅ καλεῑται ἱππομανές·... τοῡτο αἱ φαρμακίδες ζητοῡσι καὶ συλλέγουσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br />δ. [[υγρό]] που ρέει από το γεννητικό [[μόριο]] της φοράδας [[κατά]] την ώρα της οχείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γυναι</i>-<i>μανής</i>, <i>οινο</i>-<i>μανής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱππομᾰνής:''' -ές ([[μαίνομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[λιβάδι]], μέσα στο οποίο τα άλογα βρίσκουν μανιώδη [[τέρψη]] ή [[λιβάδι]] χλοερό ή [[λιβάδι]] γεμάτο από άλογα, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>ἱππομανές</i>, <i>-έος</i>, <i>τό</i>, αρκαδικό [[φυτό]], που μανιωδώς αγαπούν να τρώγουν τα άλογα ή που [[μόλις]] το τρώνε τρελαίνονται, σε Θεόκρ.
}}
}}