Anonymous

ἄπληστος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄπληστος]], -ον) [[πίμπλημι]]<br />[[ακόρεστος]], [[αχόρταγος]], [[πλεονέκτης]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄπληστος]], -ον) [[πίμπλημι]]<br />[[ακόρεστος]], [[αχόρταγος]], [[πλεονέκτης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄπληστος:''' -ον ([[πίμπλημι]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ακόρεστος]], [[ανικανοποίητος]], [[πλεονέκτης]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ἄπληστος]] χρημάτων, [[ακόρεστος]] στα χρήματα, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., [[ἀπλήστως]] ἔχειν, είμαι [[ανικανοποίητος]], σε Πλάτ.· [[ἀπλήστως]] διακεῖσθαι ή ἔχειν [[πρός]] τι, σε Ξεν.
}}
}}