Anonymous

ὀλοίτροχος: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλοίτροχος]] και [[ὁλοίτροχος]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ολοοίτροχος]].
|mltxt=[[ὀλοίτροχος]] και [[ὁλοίτροχος]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ολοοίτροχος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀλοίτροχος:''' επικ. [[ὀλοοίτροχος]], ὁ ([[εἴλω]], [[volvo]], [[τροχός]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[πέτρα]] λειασμένη ώστε να κυλά, στρογγυλεμένη [[πέτρα]], όπως αυτές που εκσφενδόνιζαν οι πολιορκημένοι [[εναντίον]] των επιτιθέμενων πολιορκητών τους, σε Ηρόδ., Ξεν.· [[ὀλοοίτροχος]], σε Ομήρ. Ιλ. και σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.<br /><b class="num">2.</b> ως επίθ., <i>πέτροι ὁλοίτροχοι</i>, σμιλεμένες στρογγυλές πέτρες, με τις οποίες παρομοιάζονται οι μύες αθλητή, σε Θεόκρ.
}}
}}