Anonymous

χωστός: Difference between revisions

From LSJ
6
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χωστός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χώννυμι]] / [[χώνω]]]<br />αυτός που σχηματίστηκε με την [[επισώρευση]] χώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[μετά]] από [[έμπηξη]] στη γη εισχωρεί σε μεγάλο [[βάθος]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για υποδήματα) αυτός που καλύπτει [[ολόκληρο]] το [[επάνω]] [[μέρος]] του ποδιού<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) κρυμμένος σε [[βάθος]], καταχωνιασμένος<br />β) ύπουλος<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σχηματίζει οπές [[μέσα]] στη γη<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) θαμμένος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χωστά]] Ν<br />([[κυρίως]] μτφ.)<br /><b>1.</b> [[κρυφά]], [[μυστικά]]<br /><b>2.</b> ύπουλα.
|mltxt=-ή, -ό / [[χωστός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χώννυμι]] / [[χώνω]]]<br />αυτός που σχηματίστηκε με την [[επισώρευση]] χώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[μετά]] από [[έμπηξη]] στη γη εισχωρεί σε μεγάλο [[βάθος]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για υποδήματα) αυτός που καλύπτει [[ολόκληρο]] το [[επάνω]] [[μέρος]] του ποδιού<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) κρυμμένος σε [[βάθος]], καταχωνιασμένος<br />β) ύπουλος<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σχηματίζει οπές [[μέσα]] στη γη<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) θαμμένος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χωστά]] Ν<br />([[κυρίως]] μτφ.)<br /><b>1.</b> [[κρυφά]], [[μυστικά]]<br /><b>2.</b> ύπουλα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''χωστός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ., σχηματισμένος από [[συσσώρευση]] χώματος, σε Ευρ.
}}
}}