Anonymous

μέθη: Difference between revisions

From LSJ
368 bytes added ,  30 December 2018
5
(24)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑM [[μέθη]])<br /><b>1.</b> η υπερβολική [[κατανάλωση]] κρασιού («[[καλῶς]] ἔχοντας ὑμέας [[ὁρέω]] μέθης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) η ψυχική και διανοητική [[διαταραχή]] η οποία προέρχεται από υπερβολική [[κατανάλωση]] οίνου ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, [[μεθύσι]], [[ζάλη]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ενθουσιασμός]] («η [[μέθη]] της νίκης)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> α) [[κατάσταση]] ευφορικής διέγερσης με διαταραχές της αντίληψης, του συντονισμού τών κινήσεων, της άρθρωσης του λόγου και, μερικές φορές, με [[εκδήλωση]] επιθετικότητας, που οφείλονται σε [[λήψη]] [[μεγάλης]] ποσότητας οινοπνευματωδών ποτών<br />β) η ανάλογη [[κατάσταση]] που οφείλεται στη [[λήψη]] μεγάλων ποσοτήτων ψυχοτρόπων κατευναστικών φαρμάκων, όπως λ.χ. βαρβιτουρικών και αιθέρα<br />γ) [[ελαφρά]] [[νάρκωση]] η οποία γίνεται για την [[εκτέλεση]] μικροεπεμβάσεων<br />δ) <b>φρ.</b> «[[μέθη]] τών δυτών» — [[κατάσταση]] η οποία εμφανίζεται σε αυτόνομους δύτες σε [[βάθος]] άνω τών 30 μέτρων και που εκδηλώνεται με [[αίσθημα]] ασυνήθους ευφορίας ή, αντίθετα, ανησυχίας, συνοδεύεται από [[ζάλη]] και περίεργη [[συμπεριφορά]] και οφείλεται στη ναρκωτική [[δράση]] του αζώτου στο [[αίμα]], [[καθώς]] και στη σπασμογόνα [[δράση]] του οξυγόνου και στην κατασταλτική [[επίδραση]] του διοξειδίου του άνθρακα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ερωτική [[παραφορά]], αισθησιακή [[τέρψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[κρασί]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σκοτοδίνη]] («κἂν δειλὸς ὢν ἐν τοῑς δεινοῑς ὑπὸ μέθης τοῡ φόβου ναυτιᾷ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ μέθαι</i><br />συμπόσια με [[μεγάλη]] [[κατανάλωση]] κρασιού, ευωχίες, τσιμπούσια («περιπεσόντες μουσικῇ τε καὶ ταῑς μέθαις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Μέθη</i><br />[[προσωποποίηση]] του μεθυσιού στην [[τέχνη]] («γέγραπται δὲ ἐνταῡθα καὶ Μέθη, Παυσίου καὶ τοῡτο [[ἔργον]], ἐξ ὑαλίνης φιάλης πίνουσα». <b>Παυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. ελεύθερα σχηματισμένο από το ρ. [[μεθύω]], [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>πλήθη</i> <span style="color: red;"><</span> [[πληθύω]].
|mltxt=η (ΑM [[μέθη]])<br /><b>1.</b> η υπερβολική [[κατανάλωση]] κρασιού («[[καλῶς]] ἔχοντας ὑμέας [[ὁρέω]] μέθης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) η ψυχική και διανοητική [[διαταραχή]] η οποία προέρχεται από υπερβολική [[κατανάλωση]] οίνου ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, [[μεθύσι]], [[ζάλη]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ενθουσιασμός]] («η [[μέθη]] της νίκης)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> α) [[κατάσταση]] ευφορικής διέγερσης με διαταραχές της αντίληψης, του συντονισμού τών κινήσεων, της άρθρωσης του λόγου και, μερικές φορές, με [[εκδήλωση]] επιθετικότητας, που οφείλονται σε [[λήψη]] [[μεγάλης]] ποσότητας οινοπνευματωδών ποτών<br />β) η ανάλογη [[κατάσταση]] που οφείλεται στη [[λήψη]] μεγάλων ποσοτήτων ψυχοτρόπων κατευναστικών φαρμάκων, όπως λ.χ. βαρβιτουρικών και αιθέρα<br />γ) [[ελαφρά]] [[νάρκωση]] η οποία γίνεται για την [[εκτέλεση]] μικροεπεμβάσεων<br />δ) <b>φρ.</b> «[[μέθη]] τών δυτών» — [[κατάσταση]] η οποία εμφανίζεται σε αυτόνομους δύτες σε [[βάθος]] άνω τών 30 μέτρων και που εκδηλώνεται με [[αίσθημα]] ασυνήθους ευφορίας ή, αντίθετα, ανησυχίας, συνοδεύεται από [[ζάλη]] και περίεργη [[συμπεριφορά]] και οφείλεται στη ναρκωτική [[δράση]] του αζώτου στο [[αίμα]], [[καθώς]] και στη σπασμογόνα [[δράση]] του οξυγόνου και στην κατασταλτική [[επίδραση]] του διοξειδίου του άνθρακα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ερωτική [[παραφορά]], αισθησιακή [[τέρψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[κρασί]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σκοτοδίνη]] («κἂν δειλὸς ὢν ἐν τοῑς δεινοῑς ὑπὸ μέθης τοῡ φόβου ναυτιᾷ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ μέθαι</i><br />συμπόσια με [[μεγάλη]] [[κατανάλωση]] κρασιού, ευωχίες, τσιμπούσια («περιπεσόντες μουσικῇ τε καὶ ταῑς μέθαις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Μέθη</i><br />[[προσωποποίηση]] του μεθυσιού στην [[τέχνη]] («γέγραπται δὲ ἐνταῡθα καὶ Μέθη, Παυσίου καὶ τοῡτο [[ἔργον]], ἐξ ὑαλίνης φιάλης πίνουσα». <b>Παυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. ελεύθερα σχηματισμένο από το ρ. [[μεθύω]], [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>πλήθη</i> <span style="color: red;"><</span> [[πληθύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μέθη:''' ἡ, =[[μέθυ]],<br /><b class="num">I.</b> [[μέθη]], [[καλῶς]] ἔχειν μέθης, είμαι [[πολύ]] [[πιωμένος]], σε Ηρόδ.· <i>ὑπερπλησθεὶς μέθης</i>, σε Σοφ.· <i>μέθῃ βρεχθείς</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[μεθύσι]], σε Πλάτ.
}}
}}